- αναδαμαλίζω
- δαμαλίζω εκ νέου, κάνω αναδαμαλισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ανα-* + νεώτ. δαμαλίζω «εκτελώ δαμαλισμό», που μαρτυρείται από το 1883 ατούς Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδαμαλίζω — ισα ίστηκα, ισμένος, μπολιάζω πάλι με ορό κατά της βλογιάς: Ύστερα από τριάντα χρόνια αναδαμαλίστηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)